- πανάγιος
- παν-άγιος [ᾰγ], α, ον,A all-holy, LXX4 Ma.7.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάγιος — all holy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγιος — α, ο (ΑΜ πανάγιος, ία, ον) 1. αγιότατος, ιερότατος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία νεοελλ. 1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» ο τάφος τού Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος 2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων… … Dictionary of Greek
πανάγιος — α, ο ο άγιος σε ανώτατο βαθμό, ο αγιότατος· το θηλ. ως ουσ., όνομα της Θεοτόκου· το υπερθ. παναγιότατος προσφώνηση του Πατριάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πανάγιος Τάφος — Ο τάφος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, στην περιοχή όπου διαδραματίστηκαν όσα αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη για τη ζωή του Ιησού. Στις αρχές του 4ου αι., στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη περιέλαβε τον Π.Τ. μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Ο τάφος … Dictionary of Greek
παναγιώτατα — πανάγιος all holy adverbial superl πανάγιος all holy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγίων — πανάγιος all holy fem gen pl πανάγιος all holy masc/neut gen pl παναγής all hallowed masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγίως — πανάγιος all holy adverbial πανάγιος all holy masc acc pl (doric) παναγής all hallowed adverbial (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγιον — πανάγιος all holy masc acc sg πανάγιος all holy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγιωτάτης — πανάγιος all holy fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγιωτάτου — πανάγιος all holy masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγιωτάτῳ — πανάγιος all holy masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)